- αναδαμαλίζω
- -ισα -ίστηκα, -ισμένος, μπολιάζω πάλι με ορό κατά της βλογιάς: Ύστερα από τριάντα χρόνια αναδαμαλίστηκα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αναδαμαλίζω — δαμαλίζω εκ νέου, κάνω αναδαμαλισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ελληνικός όρος πλάστηκε < ανα * + νεώτ. δαμαλίζω «εκτελώ δαμαλισμό», που μαρτυρείται από το 1883 ατούς Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek